- φθογγόγραμμα
- το транскрипционный знак
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φθογγόγραμμα — το, Ν σημείο ή γράμμα πρωτόγονης γραφής, που χρησιμεύει για τη δήλωση περισσότερων τού ενός φθόγγων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φθόγγος + γράμμα] … Dictionary of Greek
φθογγόγραμμα — το, ατος γράμμα της πρωτόγονης γραφής, που δηλώνει έναν ή περισσότερους φθόγγους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γράμμα — το (AM γράμμα) [γράφω] Ι. 1. οτιδήποτε έχει γραφεί 2. σύμβολο τού αλφαβήτου 3. επιστολή 4. ανάγνωση διάβασμα II. στον πληθ. γράμματα, τα 1. η γραφή 2. η μόρφωση, η παιδεία 3. (τα Ιερά) Γράμματα η Αγία Γραφή 4. ο Δεκάλογος 5. κατάστιχο 6. φρ.… … Dictionary of Greek